δίαρμα

δίαρμα
το (Α δίαρμα)
νεοελλ.
η απόσταση που ένα πλοίο διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια
αρχ.
1. θαλάσσιο ταξίδι
2. πέρασμα από πορθμό
3. (για λόγο) έμφαση, ύψος
4. έξαρση ψυχική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίαρμα — passage by sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρματα — δίαρμα passage by sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρματι — δίαρμα passage by sea neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρματος — δίαρμα passage by sea neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • ψηλώνω — Ν [ψηλός] 1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, τό καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο») 2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί») 3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”